- ζαχαροκαμωμένος
- ζαχαροκάμωτος, η , ο1) приготовленный на сахаре, с сахаром; 2) см. ζαχαροζυμωμένος 2
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζαχαροκαμωμένος — η, ο 1. φτιαγμένος με ζάχαρη. 2. μτφ., γλυκός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζαχαροκάμωτος — η, ο ζαχαροκαμωμένος, κατασκευασμένος από ζάχαρη … Dictionary of Greek
ζαχαροπλασμένος — η, ο 1. πλασμένος με ζάχαρη, ζαχαροκαμωμένος 2. μτφ. γλυκός … Dictionary of Greek